αιθυκτήρ

αιθυκτήρ
αἰθυκτὴρ (-ῆρος), ο (Α) [αἰθύσσω]
(για άγρια ζώα) αυτός που ορμάει με βιαιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αἰθυκτῆρας — αἰθυκτήρ rushing violently masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθυκτῆρες — αἰθυκτήρ rushing violently masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθυκτῆρος — αἰθυκτήρ rushing violently masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”